Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα και μέτρια ποιότητα οστού. Εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα ή πόνους έως ότου προκύψει κάποιο κάταγμα, που εντοπίζεται συνήθως στο ισχίο, στην σπονδυλική στήλη, ή στον καρπό. Το τεστ οστεοπόρωσης, ή αλλιώς η μέτρηση οστικής πυκνότητας, είναι η εξέταση που επιτρέπει να ορίσουμε το βαθμό της αντοχής του οστού, να εκτιμήσουμε την παρούσα κατάσταση των οστών και ειδικότερα τον κίνδυνο εμφάνισης οστεοπορωτικών καταγμάτων. Εκτός από άτομα με συγκεκριμένα νοσήματα (π.χ. λήψη κορτιζόνης, έκθεση σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία) η οστική μέτρηση είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο να γίνεται σε όλες τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, ειδικότερα σε αυτές που πρόκειται να αρχίσουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.
Συχνές Ερωτήσεις
Ποιοι πρέπει να κάνουν το τεστ οστικής πυκνότητας;
Το Αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης ορίζει ότι το τεστ οστικής πυκνότητας πρέπει να γίνεται:
- Σε γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω
- Σε άνδρες ηλικίας 70 ετών και άνω
- Σε άτομα 50 ετών και άνω με ιστορικό κάποιου κατάγματος οστού
- Σε γυναίκες στη φάση εμμηνόπαυσης με παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση
- Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες κάτω των 65 ετών με παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση
- Σε άνδρες 50-69 ετών με παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση
Ένα τεστ οστικής πυκνότητας μπορεί επίσης να είναι απαραίτητο αν υπάρχει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω:
- Ακτινογραφία σπονδυλικής στήλης που έδειξε κάταγμα (σπάσιμο) ή απώλεια οστικής μάζας
- Πόνος στην πλάτη με πιθανό κάταγμα στα οστά της σπονδυλικής σας στήλης
- Απώλεια ύψους 1,3 εκατοστά και πάνω μέσα σε ένα έτος
- Συνολική απώλεια ύψους 4 εκατοστά από το αρχικό σας ύψος